έγκλειση

έγκλειση
[-ις (-εως)] η
1) запирание; заключение; 2) вложение (почтовое)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έγκλειση" в других словарях:

  • έγκλειση — Η δημιουργία χημικού συστήματος που αποτελείται από μείγμα δύο κρυσταλλικών μορφών, όπου τα μόρια του ενός είναι εγκλωβισμένα στο κρυσταλλικό πλέγμα του άλλου. Τέτοια φαινόμενα συναντώνται κατά την έ. μορίων ευγενών αερίων σε κρυσταλλικά πλέγματα …   Dictionary of Greek

  • ἐγκλείσῃ — ἐγκλείω shut in aor subj mid 2nd sg ἐγκλείω shut in aor subj act 3rd sg ἐγκλείω shut in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκλεισμός — (Μαθημ.). Όρος ο οποίος δηλώνει την ιδιότητα ενός συνόλου Α, του οποίου όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος ενός άλλου συνόλου Β. Το σύνολο Α χαρακτηρίζεται ως υποσύνολο του Β και το Β ως υπερσύνολο του A. Η σχέση αυτή συμβολίζεται ως εξής: ή  και… …   Dictionary of Greek

  • ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος …   Dictionary of Greek

  • εντοίχιση — η η προσήλωση πλάκας, ψηφιδωτού κ.λπ. στην εξωτερική επιφάνεια τοίχου ή η έγκλειση κάποιου ατόμου μέσα σε χώρο τού οποίου η έξοδος φράσσεται από τοίχους …   Dictionary of Greek

  • κάθειρξη — η (AM κάθειρξις) περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση νεοελλ. η βαρύτερη από τις στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)] …   Dictionary of Greek

  • κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για …   Dictionary of Greek

  • κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί …   Dictionary of Greek

  • συμπιεσίμετρο — το, Ν παλαιότερος τύπος βαρομέτρου, στον οποίο η ατμοσφαιρική πίεση αντισταθμιζόταν με την έγκλειση αέρα στο πάνω μέρος υγρού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»